Μίκρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Μίκρωτος < διαγλωσσική ορολογία Microtus < αρχαία ελληνικά μικρός + θέμα ωτ(ός) του οὖς (με μικρά αυτιά)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmi.kɾo.tos/
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Μίκρωτος αρσενικό
- ταξινομικός όρος - γένος: Microtus: αρουραίοι της οικογένειας Κρικετίδαι (Κρικετίδες), όπως ο αγροπόντικας