Μίκρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μίκρωτος < διαγλωσσική ορολογία Microtus < αρχαία ελληνικά μικρός + θέμα ωτ(ός) του οὖς (με μικρά αυτιά)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmi.kɾo.tos/
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜίκρωτος αρσενικό
- ταξινομικός όρος - γένος: Microtus: αρουραίοι της οικογένειας Κρικετίδαι (Κρικετίδες), όπως ο αγροπόντικας
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Τρωκτικά στη Βικιπαίδεια
- Microtus στο species.wikimedia.org