Λεχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λεχία | οι | Λεχίες |
γενική | της | Λεχίας | των | Λεχιών |
αιτιατική | τη | Λεχία | τις | Λεχίες |
κλητική | Λεχία | Λεχίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λεχία < μεσαιωνική ελληνική Λέχος + -ία < τουρκική Leh < ρωσική лях (ljax) < πρωτοσλαβική *lęxъ < *lęděninъ < *lędo + *-ěninъ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lendʰ- (γη, ξηρά)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛεχία θηλυκό
- (παρωχημένο) η Πολωνία (έτσι αποκαλούνταν τον 18ο αιώνα)
- ※ τὰ σύμφερα καὶ αἱ ὑποθέσεις τῆς Πόρτας καὶ τῆς Λεχίας (Εφημερίς, Παρασκευή, 3 Ιανουαρίου 1791)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- Λέχος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].