Λευθεροχώρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Λευθεροχώρι | τα | Λευθεροχώρια |
γενική | του | Λευθεροχωρίου | των | Λευθεροχωρίων |
αιτιατική | το | Λευθεροχώρι | τα | Λευθεροχώρια |
κλητική | Λευθεροχώρι | Λευθεροχώρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λευθεροχώρι < Ελευθεροχώρι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /le.fθe.ɾoˈxo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λευ‐θε‐ρο‐χώ‐ρι
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λευθεροχώρι ουδέτερο
- (οικισμός) άλλη μορφή του Ελευθεροχώρι
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Λευθεροχώρι