Λειψοκουτάλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λειψοκουτάλα | οι | Λειψοκουτάλες |
γενική | της | Λειψοκουτάλας | — | |
αιτιατική | τη | Λειψοκουτάλα | τις | Λειψοκουτάλες |
κλητική | Λειψοκουτάλα | Λειψοκουτάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.pso.kuˈta.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λει‐ψο‐κου‐τά‐λα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λειψοκουτάλα θηλυκό
- (λαϊκό, παρωχημένο) παλιότερη ονομασία της νησίδας Ψυττάλεια
- ※ Ἡ Ψυττάλεια εἶναι ἕνα μικρὸ νησὶ ἀνάμεσα στὴ Σαλαμίνα καὶ τὸν Πειραιᾶ, μήκους 1.500 μ., πλάτους 400 μ. καὶ ὕψους 51 μ., γνωστὴ μὲ τὸ νεώτερο ὄνομα Λειψοκουτάλα. (Βασίλειος Πετράκος, «Η αρχαιολογία της Ψυττάλειας», Μέντωρ, τχ. 74-75, 2005, σελ. 32)
Άλλες γραφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Λειψοκουτάλα