Λασποχωρίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Λασποχωρίτης < Λασποχώρ(ι) + -ίτης → δείτε τις λέξεις λάσπη και χωριό
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛασποχωρίτης αρσενικό (θηλυκό Λασποχωρίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το Λασποχώρι ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία Λασποχωρίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λασποχωρίτης | οι | Λασποχωρίτηδες |
γενική | του | Λασποχωρίτη* | των | Λασποχωρίτηδων |
αιτιατική | τον | Λασποχωρίτη | τους | Λασποχωρίτηδες |
κλητική | Λασποχωρίτη | Λασποχωρίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Λασποχωρίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Λασποχωρίτης < πατριδωνυμικό Λασποχωρίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛασποχωρίτης αρσενικό (θηλυκό Λασποχωρίτη ή Λασποχωρίτου)