Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈle,pu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λέ‐που‐ρα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Λέπουρα
      γενική των Λέπουρων
    αιτιατική τα Λέπουρα
     κλητική Λέπουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Άποψη των Λέπουρων
Λέπουρα < αρβανίτικη lepur (λαγός)[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λέπουρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λέπουρα < γενική ενικού του αρσενικού Λέπουρας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λέπουρα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Λέπουρα αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γκίκας, Γιάννης Π. (1978). Οι Αρβανίτες και το αρβανίτικο τραγούδι στην Ελλάδα. Αθήνα: ιδιωτική έκδοση. σελ. 32. 

  Πηγές επεξεργασία

  • Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Κύπρος, Πίνακες Διοριστέων Ιούνιος 2023, ανακτήθηκε 18/11/2023 [1]