Κυριζόγλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Κυριζόγλου | οι | Κυριζόγλοι & Κυριζογλαίοι |
οι | Κυριζόγλου |
γενική | του/της | Κυριζόγλου | των | Κυριζόγλων & Κυριζογλαίων |
των | Κυριζόγλου |
αιτιατική | τον/την | Κυριζόγλου | τους | Κυριζόγλους & Κυριζογλαίους |
τους/τις | Κυριζόγλου |
κλητική | Κυριζόγλου | Κυριζόγλοι & Κυριζογλαίοι |
Κυριζόγλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κυριζόγλου < + -όγλου → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.ɾiˈzo.ɣlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυ‐ρι‐ζό‐γλου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚυριζόγλου αρσενικό ή θηλυκό