Κυβεριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.veɾˈʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυ‐βε‐ριώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚυβεριώτης αρσενικό (θηλυκό Κυβεριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Κυβέρι ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Κυβέρι
- Κυβεριώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κυβεριώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κυβεριώτης | οι | Κυβεριώτηδες |
γενική | του | Κυβεριώτη* | των | Κυβεριώτηδων |
αιτιατική | τον | Κυβεριώτη | τους | Κυβεριώτηδες |
κλητική | Κυβεριώτη | Κυβεριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κυβεριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κυβεριώτης < πατριδωνυμικό Κυβεριώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚυβεριώτης αρσενικό (θηλυκό Κυβεριώτη ή Κυβεριώτου)