Κυβεριώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κυβεριώτισσα < Κυβεριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.veɾˈʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυ‐βε‐ριώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚυβεριώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κυβεριώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Κυβέρι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κυβεριώτης
Κυβεριώτισσα
|