Κριεζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κριεζής : αρβανίτικη ς προέλευσης, στην αλβανική γλώσσα krye (κεφάλι) + zi (μαύρος), παρωνύμιο μαυροκέφαλος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾi.eˈzis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κρι‐ε‐ζής
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κριεζής αρσενικό (θηλυκό Κριεζή)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 77..