Κριεζή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κριεζή < γενική ενικού του αρσενικού Κριεζής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾi.eˈzi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κρι‐ε‐ζή
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κριεζή θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Κριεζή αρσενικό