Κρεστενίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Κρεστενίτης < Κρέστεν(α) (ουδέτερο στον πληθυντικό ή θηλυκό) + -ίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚρεστενίτης αρσενικό (θηλυκό Κρεστενίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τα Κρέστενα ή κατοικεί εκεί
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Κρεστενίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κρεστενίτης | οι | Κρεστενίτηδες |
γενική | του | Κρεστενίτη* | των | Κρεστενίτηδων |
αιτιατική | τον | Κρεστενίτη | τους | Κρεστενίτηδες |
κλητική | Κρεστενίτη | Κρεστενίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κρεστενίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κρεστενίτης < πατριδωνυμικό Κρεστενίτης [1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚρεστενίτης αρσενικό (θηλυκό Κρεστενίτη ή Κρεστενίτου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 25.