Κρεσταινίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Κρεσταινίτης < Κρέσταιν(α) (ουδέτερο στον πληθυντικό ή θηλυκό, άλλη γραφή του Κρέστενα) + -ίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚρεσταινίτης αρσενικό (θηλυκό Κρεσταινίτισσα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κρεσταινίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κρεσταινίτης | οι | Κρεσταινίτηδες |
γενική | του | Κρεσταινίτη* | των | Κρεσταινίτηδων |
αιτιατική | τον | Κρεσταινίτη | τους | Κρεσταινίτηδες |
κλητική | Κρεσταινίτη | Κρεσταινίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κρεσταινίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κρεσταινίτης < πατριδωνυμικό Κρεσταινίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚρεσταινίτης αρσενικό (θηλυκό Κρεσταινίτη ή Κρεσταινίτου)