Κραβαρίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΚραβαρίτης αρσενικό (θηλυκό Κραβαρίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από τα Κράβαρα
- ※ Έπειτα, δήθεν αστειευόμενος, εστρέβλωσε τα πόδια του εμπρός, εγύρισε το ένα χέρι επάνω στο κεφάλι του, άπλωσε το άλλο με γουβωτή παλάμη και με χασκογέλασμα. —Να ο νεραϊδοπαρμένος! είπεν επιδειχτικά. Να τον είχε κανείς Κραβαρίτης, τι παρά θα μάζωνε! … (Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ο ζητιάνος (1897), 5ο κεφάλαιο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Κραβαρίτης
|
Κύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κραβαρίτης | οι | Κραβαρίτηδες |
γενική | του | Κραβαρίτη* | των | Κραβαρίτηδων |
αιτιατική | τον | Κραβαρίτη | τους | Κραβαρίτηδες |
κλητική | Κραβαρίτη | Κραβαρίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κραβαρίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κραβαρίτης αρσενικό (θηλυκό Κραβαρίτη ή Κραβαρίτου)
- ανδρικό επώνυμο
- → δείτε και τα επώνυμα Γκραβαρίτης και Κράβαρης