Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Κράβαρα
      γενική των Κραβάρων
    αιτιατική τα Κράβαρα
     κλητική Κράβαρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κράβαρα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɾa.va.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κρά‐βα‐ρα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κράβαρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • ελληνικό παλαιότερο τοπωνύμιο στην ορεινή Ναυπακτία
    ※  Μόλις μετά την απελευθέρωσιν [από τους Τούρκους] ήλθον [στη Ναύπακτο] και ήγηραν αξιώσεις κυριότητος οι προύχοντες των Κραβάρων, κατελθόντες τότε πρώτον από τα ορεινά και πτωχά χωρία των
    Ανδρέας Καρκαβίτσας «Κράβαρα» (μέρος α΄) (οδοιπορικές σημειώσεις) Εστία, τεύχος 41, έτος ΙΕ΄ (1890), σ. 226.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία