Κοψαχείλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κοψαχείλα | οι | Κοψαχείλες |
γενική | της | Κοψαχείλας | των | Κοψαχείλων |
αιτιατική | την | Κοψαχείλα | τις | Κοψαχείλες |
κλητική | Κοψαχείλα | Κοψαχείλες | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κοψαχείλα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κοψαχείλης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.psaˈçi.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐ψα‐χεί‐λα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοψαχείλα θηλυκό
- συνοικία του Παλαιού Φαλήρου, στην Αθήνα
- ※ Μένω ίσως στο ωραιότερο προάστιο της Αθήνας, στο Παλαιό Φάληρο. Η γειτονιά μου βρίσκεται στην περιοχή Νησάκι ή, αλλιώς, Κοψαχείλα! Ένας δρόμος γεμάτος μυρωδιές, γεμάτος ήχους, γεμάτος ανθρώπους, μερικούς κλειστούς, μερικούς καλούς και αρκετούς αδιάφορους. (Άννα Μπούρμα, Τι κρύβει το ρέμα της Πικροδάφνης και αξίζει να βάλουμε άρβυλα για να το κατέβουμε, lifo.gr, 23 Νοεμβρίου 2016)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κοψαχείλα