Κουντουριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kun.durˈʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐ντου‐ριώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Κουντουριώτης < Κούντουρ(α) + -ιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚουντουριώτης αρσενικό (θηλυκό Κουντουριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τα Κούντουρα ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Κούντουρα
- Κουντουριώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κουντουριώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κουντουριώτης | οι | Κουντουριώτηδες |
γενική | του | Κουντουριώτη* | των | Κουντουριώτηδων |
αιτιατική | τον | Κουντουριώτη | τους | Κουντουριώτηδες |
κλητική | Κουντουριώτη | Κουντουριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κουντουριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κουντουριώτης < πατριδωνυμικό Κουντουριώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚουντουριώτης αρσενικό (θηλυκό Κουντουριώτη ή Κουντουριώτου)
Συγγενικά
επεξεργασία- Κουντουριώτικα (τοπωνύμιο)