Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Κουντουριώτικα
      γενική των Κουντουριώτικων
    αιτιατική τα Κουντουριώτικα
     κλητική Κουντουριώτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κουντουριώτικα < Κουντουριώτ(ης) + -ικα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κουντουριώτικα ουδέτερο πληθυντικός

  • συνοικία της Αθήνας
    ※  Την επόμενη Τρίτη, την καθορισμένη μέρα του μαθήματος, ο Αλέξης πήγε στα Κουντουριώτικα. (Σπύρος Τζουβέλης, Το σκοτεινό αίνιγμα, (Αθήνα: Καστανιώτης, 2014), σελ. 16)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία