Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Κουμρόγλου οι Κουμρόγλοι
Κουμρογλαίοι
οι Κουμρόγλου
      γενική του/της Κουμρόγλου των Κουμρόγλων
Κουμρογλαίων
των Κουμρόγλου
    αιτιατική τον/την Κουμρόγλου τους Κουμρόγλους
Κουμρογλαίους
τους/τις Κουμρόγλου
     κλητική Κουμρόγλου Κουμρόγλοι
Κουμρογλαίοι
Κουμρόγλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κουμρόγλου < (παρωνύμιο) kumru (τρυγόνι) + -όγλου[1] → δείτε και το επώνυμο Κουμρίδης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κουμρόγλου αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Βλ. Κουμρίδης σελ.104 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.