Κουμρόγλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Κουμρόγλου | οι | Κουμρόγλοι & Κουμρογλαίοι |
οι | Κουμρόγλου |
γενική | του/της | Κουμρόγλου | των | Κουμρόγλων & Κουμρογλαίων |
των | Κουμρόγλου |
αιτιατική | τον/την | Κουμρόγλου | τους | Κουμρόγλους & Κουμρογλαίους |
τους/τις | Κουμρόγλου |
κλητική | Κουμρόγλου | Κουμρόγλοι & Κουμρογλαίοι |
Κουμρόγλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚουμρόγλου αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Κουμρίδης (επώνυμο)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Βλ. Κουμρίδης σελ.104 - Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.