Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Κολλυτός
      γενική του Κολλυτού
    αιτιατική τον Κολλυτό
     κλητική Κολλυτέ
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κολλυτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κολλυτός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.liˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κολ‐λυ‐τός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κολλυτός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κολλυτός
      γενική τοῦ Κολλυτοῦ
      δοτική τῷ Κολλυτ
    αιτιατική τὸν Κολλυτόν
     κλητική ! Κολλυτέ
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κολλυτός < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κολλυτός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία