Κοίλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κοίλι | τα | Κοίλια |
γενική | του | Κοιλίου | των | Κοιλίων |
αιτιατική | το | Κοίλι | τα | Κοίλια |
κλητική | Κοίλι | Κοίλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κοίλι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈci.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κοί‐λι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚοίλι ουδέτερο