Κλαύδιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κλαύδιος | οι | Κλαύδιοι |
γενική | του | Κλαύδιου & Κλαυδίου |
των | Κλαύδιων & Κλαυδίων |
αιτιατική | τον | Κλαύδιο | τους | Κλαύδιους & Κλαυδίους |
κλητική | Κλαύδιε | Κλαύδιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈklav.ði.os/
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚλαύδιος αρσενικό