Κιούρτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κιούρτης < (άμεσο δάνειο) τουρκική Kürt + -ης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚιούρτης αρσενικό (θηλυκό Κιούρτισσα)
- (εθνικό όνομα, ιδιωματικό) ο Κούρδος
- ※ Ένας Κούρδος με τον μπαλτά στο χέρι πολεμά να σπάσει την αντικρινή πόρτα του Μουσιού Αρτάν. […] —Καλέ οι Κιούρτηδες είναι, αφήστε να πάω να διω τι γίνεται. Ο διάβολος θα τους πάρει και θα τους σηκώσει!
- Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 301990, ISBN 960-05-0138-6), σ. 143.
- ※ Ένας Κούρδος με τον μπαλτά στο χέρι πολεμά να σπάσει την αντικρινή πόρτα του Μουσιού Αρτάν. […] —Καλέ οι Κιούρτηδες είναι, αφήστε να πάω να διω τι γίνεται. Ο διάβολος θα τους πάρει και θα τους σηκώσει!
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚιούρτης αρσενικό (θηλυκό Κιούρτη)