Κούρτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κούρτης < παρωνύμιο οθωμανική τουρκική قورت (kurt, λύκος), στην τουρκική γλώσσα kurt[1] + -ης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkuɾ.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κούρ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κούρτης αρσενικό (θηλυκό Κούρτη)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Rustam Shukurov, The Byzantine Turks, 1204–1461 (Brill: Λάιντεν, 2016), σ. 395.