Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κινέτα οι Κινέτες
      γενική της Κινέτας των Κινετών
    αιτιατική την Κινέτα τις Κινέτες
     κλητική Κινέτα Κινέτες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κινέτα < αρβανίτικη kënetë (βάλτος)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciˈne.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κι‐νέ‐τα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κινέτα θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Zarinebaf, Fariba. Bennet, John. Davis, Jack L. (2005) A Historical and Economic Geography of Ottoman Greece, Athens: The American School of Classical Studies at Athens, σελ. 130