Κεχαγιόγλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Κεχαγιόγλου | οι | Κεχαγιόγλοι & Κεχαγιογλαίοι |
οι | Κεχαγιόγλου |
γενική | του/της | Κεχαγιόγλου | των | Κεχαγιόγλων & Κεχαγιογλαίων |
των | Κεχαγιόγλου |
αιτιατική | τον/την | Κεχαγιόγλου | τους | Κεχαγιόγλους & Κεχαγιογλαίους |
τους/τις | Κεχαγιόγλου |
κλητική | Κεχαγιόγλου | Κεχαγιόγλοι & Κεχαγιογλαίοι |
Κεχαγιόγλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κεχαγιόγλου < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.xaˈʝo.ɣlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κε‐χα‐γιό‐γλου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚεχαγιόγλου αρσενικό ή θηλυκό