Κεραμιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.ɾaˈmɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κε‐ρα‐μιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚεραμιώτης αρσενικό (θηλυκό Κεραμιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Κεράμια ή Κέραμος ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Κεράμια, Κέραμος
- κεραμιώτικος
- Κεραμιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κεραμιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κεραμιώτης | οι | Κεραμιώτηδες |
γενική | του | Κεραμιώτη* | των | Κεραμιώτηδων |
αιτιατική | τον | Κεραμιώτη | τους | Κεραμιώτηδες |
κλητική | Κεραμιώτη | Κεραμιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κεραμιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κεραμιώτης < πατριδωνυμικό Κεραμιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚεραμιώτης αρσενικό (θηλυκό Κεραμιώτη ή Κεραμιώτου)