Κεραμιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κεραμιώτης < Κεραμ(ωτή) + -ιώτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.ɾaˈmɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κε‐ρα‐μιώ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚεραμιώτης αρσενικό (θηλυκό Κεραμιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή ο Ναξιώτης που κατάγεται από την Κεραμωτή της Νάξου
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από την Κεραμωτή Καβάλας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Κεραμιώτης
|