Κεραμιώτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κεραμιώτισσα < Κεραμιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κεραμιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κεραμιώτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κεραμιώτης
Κεραμιώτισσα
|