Καϊτσιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.iˈt͡sço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ϊ‐τσιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καϊτσιώτης αρσενικό (θηλυκό Καϊτσιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Καΐτσα ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Καΐτσα
- Καϊτσιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Καϊτσιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καϊτσιώτης | οι | Καϊτσιώτηδες |
γενική | του | Καϊτσιώτη* | των | Καϊτσιώτηδων |
αιτιατική | τον | Καϊτσιώτη | τους | Καϊτσιώτηδες |
κλητική | Καϊτσιώτη | Καϊτσιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Καϊτσιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Καϊτσιώτης < πατριδωνυμικό Καϊτσιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καϊτσιώτης αρσενικό (θηλυκό Καϊτσιώτη ή Καϊτσιώτου)