Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καϊτσιώτισσα οι Καϊτσιώτισσες
      γενική της Καϊτσιώτισσας των Καϊτσιωτισσών
    αιτιατική την Καϊτσιώτισσα τις Καϊτσιώτισσες
     κλητική Καϊτσιώτισσα Καϊτσιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καϊτσιώτισσα < Καϊτσιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.iˈt͡sço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ϊ‐τσιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καϊτσιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καϊτσιώτης