Καϊρίδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καϊρίδης | οι | Καϊρίδηδες |
γενική | του | Καϊρίδη* | των | Καϊρίδηδων |
αιτιατική | τον | Καϊρίδη | τους | Καϊρίδηδες |
κλητική | Καϊρίδη | Καϊρίδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Καϊρίδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καϊρίδης < προέλευσης από την τουρκική kaır (βάθος, πυθμένας) + -ίδης, ή από την kahır (εξοργισμός, τιμωρία), + -ίδης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαϊρίδης αρσενικό (θηλυκό Καϊρίδη ή Καϊρίδου)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Καϊρίδης σελ.122 - Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.