Κατιμερτζόγλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Κατιμερτζόγλου | οι | Κατιμερτζόγλοι & Κατιμερτζογλαίοι |
οι | Κατιμερτζόγλου |
γενική | του/της | Κατιμερτζόγλου | των | Κατιμερτζόγλων & Κατιμερτζογλαίων |
των | Κατιμερτζόγλου |
αιτιατική | τον/την | Κατιμερτζόγλου | τους | Κατιμερτζόγλους & Κατιμερτζογλαίους |
τους/τις | Κατιμερτζόγλου |
κλητική | Κατιμερτζόγλου | Κατιμερτζόγλοι & Κατιμερτζογλαίοι |
Κατιμερτζόγλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κατιμερτζόγλου < + -όγλου • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ti.meɾˈd͡zo.ɣlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐τι‐μερ‐τζό‐γλου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚατιμερτζόγλου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο