Καταριανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚαταριανός αρσενικό (θηλυκό Καταριανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Κατάρ ή έχει καταριανή υπηκοότητα
Δείτε επίσης : καταριανός |
Καταριανός αρσενικό (θηλυκό Καταριανή)