Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Καταριανή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
Καταριαν
ή
οι
Καταριαν
ές
γενική
της
Καταριαν
ής
των
Καταριαν
ών
αιτιατική
την
Καταριαν
ή
τις
Καταριαν
ές
κλητική
Καταριαν
ή
Καταριαν
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
Καταριανή
<
Καταριανός
+
-ή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Καταριανή
θηλυκό
θηλυκό
του
Καταριανός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Καταριανή
αραβικά
:
قطرية
(ar)
(
qaṭariyya
)
γαλλικά
:
Qatariote
(fr)
γερμανικά
:
Katarerin
(de)
ρωσικά
:
katárka
(ru)