Δείτε επίσης: Κασκαβέλη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κασκαβέλι τα Κασκαβέλια
      γενική του Κασκαβελιού
Κασκαβελίου
των Κασκαβελιών
Κασκαβελίων
    αιτιατική το Κασκαβέλι τα Κασκαβέλια
     κλητική Κασκαβέλι Κασκαβέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κασκαβέλι < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.skaˈve.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐σκα‐βέ‐λι
ομόηχο: Κασκαβέλη

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κασκαβέλι ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ΦΕΚ Α 386, 8 Δεκεμβρίου 1930