Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaɾ.pe.niˈsço.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καρ‐πε‐νη‐σιώ‐της

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καρπενησιώτης οι Καρπενησιώτες
      γενική του Καρπενησιώτη των Καρπενησιωτών
    αιτιατική τον Καρπενησιώτη τους Καρπενησιώτες
     κλητική Καρπενησιώτη Καρπενησιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καρπενησιώτης < Καρπενήσ(ι) + -ιώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καρπενησιώτης αρσενικό (θηλυκό Καρπενησιώτισσα)

  1. (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το Καρπενήσι ή κατοικεί εκεί
  2. ποταμός της Ευρυτανίας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καρπενησιώτης οι Καρπενησιώτηδες
      γενική του Καρπενησιώτη* των Καρπενησιώτηδων
    αιτιατική τον Καρπενησιώτη τους Καρπενησιώτηδες
     κλητική Καρπενησιώτη Καρπενησιώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Καρπενησιώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καρπενησιώτης < πατριδωνυμικό Καρπενησιώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καρπενησιώτης αρσενικό (θηλυκό Καρπενησιώτη ή Καρπενησιώτου)

Μεταγραφές επεξεργασία