Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καράμπελας οι Καραμπελαίοι
      γενική του Καράμπελα των Καραμπελαίων
    αιτιατική τον Καράμπελα τους Καραμπελαίους
     κλητική Καράμπελα Καραμπελαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μπούκουρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καράμπελας < πιθανόν (άμεσο δάνειο) τουρκική Karabela (επώνυμο) < karabela, με αβέβαιη ετυμολογία, παρά την προφανή μορφολογία: καρά- < kara + μπελάς < bela • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈɾa.be.las/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρά‐μπε‐λας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καράμπελας αρσενικό (θηλυκό Καράμπελα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία