Καναλιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.naˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐να‐λιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚαναλιώτης αρσενικό (θηλυκό Καναλιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Κανάλια ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Κανάλια
- Καναλιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Καναλιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καναλιώτης | οι | Καναλιώτηδες |
γενική | του | Καναλιώτη* | των | Καναλιώτηδων |
αιτιατική | τον | Καναλιώτη | τους | Καναλιώτηδες |
κλητική | Καναλιώτη | Καναλιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Καναλιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Καναλιώτης < πατριδωνυμικό Καναλιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαναλιώτης αρσενικό (θηλυκό Καναλιώτη ή Καναλιώτου)