↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καναλιώτισσα οι Καναλιώτισσες
      γενική της Καναλιώτισσας των Καναλιωτισσών
    αιτιατική την Καναλιώτισσα τις Καναλιώτισσες
     κλητική Καναλιώτισσα Καναλιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καναλιώτισσα < Καναλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.naˈʎo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐να‐λιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καναλιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καναλιώτης