Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Κανάριοι Νήσοι
      γενική των Καναρίων Νήσων
    αιτιατική τις Κανάριους Νήσους
     κλητική Κανάριοι Νήσοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η θέση των Καναρίων Νήσων στον χάρτη

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κανάριοι Νήσοι < ισπανική Islas Canarias[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈna.ɾi.i ˈni.si/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κανάριοι Νήσοι θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)