Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Καλοθρόνιο τα Καλοθρόνια
      γενική του Καλοθρονίου
Καλοθρόνιου
των Καλοθρονίων
    αιτιατική το Καλοθρόνιο τα Καλοθρόνια
     κλητική Καλοθρόνιο Καλοθρόνια
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλοθρόνιο < καλο- + θρόν(ος) + -ιο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.loˈθɾo.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐λο‐θρό‐νι‐ο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλοθρόνιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ 84 Α, 2 Ιουνίου 1958