↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καλογρέζα οι Καλογρέζες
      γενική της Καλογρέζας
    αιτιατική την Καλογρέζα τις Καλογρέζες
     κλητική Καλογρέζα Καλογρέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καλογρέζα < αρβανίτικη kalogrezë (καλόγρια)[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.loˈɣɾe.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐λο‐γρέ‐ζα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καλογρέζα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Γιώργης Παπαγεωργίου, (1977) Η παραγωγή και η σύνθεση των λέξεων στη νέα ελληνική γλώσσα, Αθήνα: Βιβλιοπωλείο Σπ. Κοντού - Δημ. Φυλλέτου, σελ. 96
  2. Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.