Καλογρεζιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Καλογρεζιώτης < Καλογρέζ(α) + -ιώτης
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.lo.ɣɾeˈzʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐λο‐γρε‐ζιώ‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Καλογρεζιώτης αρσενικό (θηλυκό Καλογρεζιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από την Καλογρέζα
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Καλογρέζα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Καλογρεζιώτης
|