Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.li.ðɾoˈmi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καλ‐λι‐δρο‐μί‐της

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καλλιδρομίτης οι Καλλιδρομίτες
      γενική του Καλλιδρομίτη των Καλλιδρομιτών
    αιτιατική τον Καλλιδρομίτη τους Καλλιδρομίτες
     κλητική Καλλιδρομίτη Καλλιδρομίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καλλιδρομίτης < Καλλιδρόμ(η) + -ίτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλλιδρομίτης αρσενικό (θηλυκό Καλλιδρομίτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καλλιδρομίτης οι Καλλιδρομίτηδες
      γενική του Καλλιδρομίτη* των Καλλιδρομίτηδων
    αιτιατική τον Καλλιδρομίτη τους Καλλιδρομίτηδες
     κλητική Καλλιδρομίτη Καλλιδρομίτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Καλλιδρομίτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καλλιδρομίτης < πατριδωνυμικό Καλλιδρομίτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλλιδρομίτης αρσενικό (θηλυκό Καλλιδρομίτη ή Καλλιδρομίτου)

Μεταγραφές επεξεργασία