↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Καγιάογλου οι Καγιάογλοι
Καγιαογλαίοι
οι Καγιάογλου
      γενική του/της Καγιάογλου των Καγιάογλων
Καγιαογλαίων
των Καγιάογλου
    αιτιατική τον/την Καγιάογλου τους Καγιάογλους
Καγιαογλαίους
τους/τις Καγιάογλου
     κλητική Καγιάογλου Καγιάογλοι
Καγιαογλαίοι
Καγιάογλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καγιάογλου < + -ογλου• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈʝa.o.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐γιά‐ο‐γλου

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καγιάογλου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

επεξεργασία