Ιωσηφόγλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Ιωσηφόγλου | οι | Ιωσηφόγλοι & Ιωσηφογλαίοι |
οι | Ιωσηφόγλου |
γενική | του/της | Ιωσηφόγλου | των | Ιωσηφόγλων & Ιωσηφογλαίων |
των | Ιωσηφόγλου |
αιτιατική | τον/την | Ιωσηφόγλου | τους | Ιωσηφόγλους & Ιωσηφογλαίους |
τους/τις | Ιωσηφόγλου |
κλητική | Ιωσηφόγλου | Ιωσηφόγλοι & Ιωσηφογλαίοι |
Ιωσηφόγλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.o.siˈfo.ɣlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐ω‐ση‐φό‐γλου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΙωσηφόγλου αρσενικό ή θηλυκό