Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ινέπολη οι Ινεπόλεις
      γενική της Ινέπολης* των Ινεπόλεων
    αιτιατική την Ινέπολη τις Ινεπόλεις
     κλητική Ινέπολη Ινεπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Ινεπόλεως
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ινέπολη < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈne.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ι‐νέ‐πο‐λη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ινέπολη θηλυκό

  1. πόλη του Πόντου
  2. συνοικία της Αθήνας, στη Νέα Ιωνία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία