Ινέπολη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ινέπολη | οι | Ινεπόλεις |
γενική | της | Ινέπολης* | των | Ινεπόλεων |
αιτιατική | την | Ινέπολη | τις | Ινεπόλεις |
κλητική | Ινέπολη | Ινεπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Ινεπόλεως Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ινέπολη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈne.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐νέ‐πο‐λη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΙνέπολη θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Ινέπολη στη Βικιπαίδεια