Ιβοριανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ιβοριανός < (άμεσο δάνειο) αγγλική Ivorian < γαλλική Côte d'Ivoire < côte + d' + ivoire
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΙβοριανός αρσενικό (θηλυκό Ιβοριανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Ακτή Ελεφαντοστού ή έχει ιβοριανή υπηκοότητα