Θωμάκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Θωμάκος < Θωμ(άς) + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θoˈma.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θω‐μά‐κος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘωμάκος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Θωμάκης (σπανιότερο)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Θωμάς