Θεσσαλονικιός
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Θεσσαλονικιός | οι | Θεσσαλονικιοί |
γενική | του | Θεσσαλονικιού | των | Θεσσαλονικιών |
αιτιατική | τον | Θεσσαλονικιό | τους | Θεσσαλονικιούς |
κλητική | Θεσσαλονικιέ | Θεσσαλονικιοί | ||
Και πληθυντικός: οι Θεσσαλονικείς κατά το Θεσσαλονικεύς | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Θεσσαλονικιός < Θεσσαλονίκ(η) + -ιός
Κύριο όνομα Επεξεργασία
Θεσσαλονικιός αρσενικό (θηλυκό Θεσσαλονικιά)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται ή κατοικεί στη Θεσσαλονίκη
Συνώνυμα Επεξεργασία
- Σαλονικιός (λαϊκότροπο)
- Θεσσαλονικεύς (λόγιο)
Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
Θεσσαλονικιός